- ἐπιστρεπτικόν
- ἐπιστρεπτικόςreflexivemasc acc sgἐπιστρεπτικόςreflexiveneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστρεπτικός — ἐπιστρεπτικός, ή, όν (AM) [επιστρέφω] αυτός που έχει τη δύναμη να επιστρέψει, να αλλάξει κατεύθυνση 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιστρεπτικόν αλλαγή κατεύθυνσης, επιστροφή μσν. αυτός που συντελεί ώστε να μετανοήσει κάποιος («ἔνθα μὲν φίλος ἐλέγχει,… … Dictionary of Greek